-
1 συνεπιμελέομαι
A join in taking care of or attending to, τινος Th.8.39, X.Eq.Mag.1.8, etc.; τῆς στρατιᾶς have joint charge of, Id.An.6.1.22;σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει D. 48.5
, cf. Arist.Ath.49.3;συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς IG12.59.14
, cf. 88.19; τοῦ ἀναθήματος.. τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., X.Mem.2.8.3; ;ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ IG12.39.68
;ὅπως τι ληφθῇ PCair.Zen.217.6
(iii B.C.), cf. IG22.678.14;σ. ἵνα.. OGI 214.24
(Milet., iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιμελέομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский